- κορύσσω
- κορύσσω (Α) [κόρυς]1. οπλίζω κάποιον με κράνος, με περικεφαλαία, ετοιμάζω για πόλεμο, εξοπλίζω («Αἴας δὲ κορύσσετο νώροπι χαλκῷ», Ομ. Ιλ.)2. προτρέπω για πόλεμο («κορύσσουσα κλόνον ἀνδρών», Ησίοδ.)3. διευθετώ, παρασκευάζω, οργανώνω («βίον κορυσσέμεν ὀρθοβούλοισι μαχαναῑς», Πίνδ.)4. (ενεργ. και παθ.) υψώνω, φουσκώνω (α. «κόρυσσε δὲ κῡμα ῥόοιο ὑψόσ' ἀειρόμενος», Ομ. Ιλ.β. «χείμαρρε, τί δὴ τόσον ὧδε κορύσσῃ;», Ανθ.Παλ.)5. μέσ. κορύσσομαιεφοδιάζομαι («ἔγχος, βριθύ, μέγα, στιβαρόν, κεκορυθμένον», Ομ. Ιλ.).
Dictionary of Greek. 2013.